περιδονουμένην

περιδονουμένην
περιδονέω
pres part mp fem acc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιδονώ — έω, ΜΑ παθ. περιδονοῡμαι περιστρέφομαι («νησίδα ἐν τῇ λίμνῃ περιδονουμένην», Διον. Αλ.) αρχ. τραντάζομαι, συγκλονίζομαι από παντού («τεῑχος τῆς πίστεως τοῑς μηχανήμασι τῆς αἱρέσεως περιδονούμενον», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δονῶ «σείω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”